accoster
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
accoster (fr)
- (παρωχημένο) πλησιάζω κάποιον για να του μιλήσω
- πλησιάζω κάποιον με αγενή τρόπο
- (ναυτικός όρος, αστροναυτική) πλευρίζω ένα σκάφος, ακοστάρω, αράζω