accotoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accotoir | accotoirs |
accotoir (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
accotoir | accotoirs |
accotoir (fr) αρσενικό