Μετάβαση στο περιεχόμενο

accountability

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
accountability < accountable + -ity

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˌkaʊn.təˈbɪl.ə.ti/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /əˌkaʊn.t̬əˈbɪl.ə.t̬i/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accountability (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)

  • η ευθύνη, η υπευθυνότητα, το να είμαι υπεύθυνος για τις αποφάσεις ή τις ενέργειές μου
      Accountability will be sought for the waste of public money.
    Θα ζητηθούν ευθύνες για τη σπατάλη του δημόσιου χρήματος.
      These activities require initiative and accountability.
    Αυτές οι δραστηριότητες απαιτούν πρωτοβουλία και υπευθυνότητα.