accouplement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accouplement | accouplements |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]accouplement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
accouplement | accouplements |
accouplement (fr) αρσενικό