Μετάβαση στο περιεχόμενο

accouplement

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
accouplement accouplements

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accouplement (fr) αρσενικό