ζευγάρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζευγάρωμα < ζευγαρώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zɛ.ˈvɣa.ɾɔ.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζευγάρωμα ουδέτερο
- η ένωση ή το ταίριασμα δύο στοιχείων
- η σεξουαλική συνεύρεση (λέγεται κυρίως για ζώα αλλά συχνά και για ανθρώπους)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταίριασμα δύο στοιχείων
σεξουαλική συνεύρεση