accoutrement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accoutrement | accoutrements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accoutrement (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) τα ρούχα
- παράξενο, γελοίο ντύσιμο