ντύσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντύσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ντύνω
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ντύνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντύσιμο