achoppement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ʃɔp.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
achoppement achoppements

achoppement (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]