acidulé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | acidulé | acidulés |
θηλυκό | acidulée | acidulées |
Επίθετο
[επεξεργασία]acidulé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | acidulé | acidulés |
θηλυκό | acidulée | acidulées |
acidulé (fr)