acquittement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
acquittement < acquitter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kit.mɑ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
acquittement acquittements

acquittement (fr) αρσενικό