acribique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- acribique < acribie
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
acribique | acribiques |
acribique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- πάρα πολύ ακριβής, φροντισμένος