acribie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
acribie acribies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

acribie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]