acromégalie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.kʁɔ.me.ɡa.li/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
acromégalie | acromégalies |
acromégalie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
acromégalie | acromégalies |
acromégalie (fr) θηλυκό