Μετάβαση στο περιεχόμενο

add

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας add
γ΄ ενικό ενεστώτα adds
αόριστος added
παθητική μετοχή added
ενεργητική μετοχή adding

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
add < λατινική addere < ad + dare

add (en)

  1. (μεταβατικό) προσθέτω, βάζω κάτι επιπλέον σε κάτι που ήδη υπάρχει και το αυξάνω
    παράδειγμα  Add a little salt to the food.
    Πρόσθεσε λίγο αλάτι στο φαΐ.
    παράδειγμα  The new building regulations allowed them to add one more floor to buildings in the area.
    Ο νέος οικοδομικός κανονισμός τούς επέτρεψε να προσθέσουν έναν ακόμη όροφο στις οικοδομές της περιοχής.
    παράδειγμα  An additional provision was added to the law by amendment.
    Με τροπολογία προστέθηκε μια συμπληρωματική διάταξη στο νόμο.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσθέτω, αθροίζω με συγκεκριμένο τρόπο δύο ή περισσότερους αριθμούς
    παράδειγμα  We are adding the expenses and subtracting them from the revenue.
    Προσθέτουμε τα έξοδα και τα αφαιρούμε από τα έσοδα.
    παράδειγμα  The individual amounts are added (together).
    Αθροίζονται τα επί μέρους ποσά.
     συνώνυμα: add up
  3. (μεταβατικό) προσθέτω, συμπληρώνω, αναφέρω κάτι επιπλέον
    παράδειγμα  I don’t have anything to add to what I’ve said.
    Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα έχω πει.
    παράδειγμα  ”Despite everything I’m optimistic,” he added.
    «Παρ΄ όλα αυτά είμαι αισιόδοξος», πρόσθεσε.
    παράδειγμα  Will you allow me to interrupt you for a minute so I can add something?
    Μου επιτρέπεις να σε διακόψω ένα λεπτό, για να συμπληρώσω κάτι;
    παράδειγμα  He is a good kid, said the father, and a good student, added the mother.
    Είναι καλό παιδί, είπε ο πατέρας, και καλός μαθητής, συμπλήρωσε η μητέρα.

Παράγωγα

[επεξεργασία]