adjoint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adjoint | adjoints |
θηλυκό | adjointe | adjointes |
adjoint (fr)
- ο βοηθός
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adjoint | adjoints |
θηλυκό | adjointe | adjointes |
adjoint (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη adjoindre