adjournment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
adjournment adjournments

Ετυμολογία [επεξεργασία]

adjournment < adjourn + -ment

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

adjournment (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)

  • η αναβολή του δικαστηρίου
    I request adjournment of the court.
    Αιτούμαι την αναβολή του δικαστηρίου.

Πηγές[επεξεργασία]