adorable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
adorable (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
adorable | adorables |
adorable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη adorer