Μετάβαση στο περιεχόμενο

adporto

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adporto < (λατινικά) ad (la) + (λατινικά) porto (la)

adporto (la) και apporto (la) (adportō1, adportāvī, adportātum, adportāre)