advection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
advection | advections |
advection (en)
- (φυσική) η μεταγωγή αερίων στην ατμόσφαιρα της γης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- advection στην αγγλική Βικιπαίδεια