aerostat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aerostat (en)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌaɛˈrɔstat/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aerostat (pl) αρσενικό
- το αερόστατο