afekto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afekto | afektoj |
αιτιατική | afekton | afektojn |
afekto (eo)
- η επιτήδευση, η προσποίηση