afford

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας afford
γ΄ ενικό ενεστώτα affords
αόριστος afforded
παθητική μετοχή afforded
ενεργητική μετοχή affording

Ρήμα[επεξεργασία]

afford (en)

  1. έχω τη δυνατότητα να, διαθέτω χρήματα, έχω αρκετά χρήματα για να μπορώ να αγοράσω ή να κάνω κάτι
    I can’t afford a car.
    Δεν έχω τη δυνατότητα να πάρω αυτοκίνητο.
    I can’t afford a new car.
    Δε διαθέτω χρήματα για καινούριο αυτοκίνητο.
  2. διαθέτω κάτι άλλο χωρίς να δημιουργήσω πρόβλημα
    I can’t afford (to take time) for a vacation this year.
    Δε διαθέτω χρόνο για διακοπές φέτος.

Πηγές[επεξεργασία]