Μετάβαση στο περιεχόμενο

afford

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας afford
γ΄ ενικό ενεστώτα affords
αόριστος afforded
παθητική μετοχή afforded
ενεργητική μετοχή affording

afford (en)

  1. (χωρίς παθητική φωνή, συνήθως χρησιμοποιείται με can, could ή be able to, ειδικά σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις) δεν έχω τη δυνατότητα να, δε διαθέτω χρήματα για κάτι, δεν έχω αρκετά χρήματα για να μπορώ να αγοράσω ή να κάνω κάτι
      I can’t afford a car.
    Δεν έχω τη δυνατότητα να πάρω αυτοκίνητο.
      I’m not able to afford a new car.
    Δε διαθέτω χρήματα για καινούριο αυτοκίνητο.
      If we budget carefully we'll be able to afford the trip.
    Αν κάνουμε προσεκτικό προϋπολογισμό, θα μπορούμε να διαθέσουμε τα χρήματα για το ταξίδι.
      Can you (afford to) lend me a thousand euros?
    Μπορείς να μου δανείσεις χίλιες ευρώ;
  2. (χωρίς παθητική φωνή, συνήθως χρησιμοποιείται με can ή could, ειδικά σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις) δεν διαθέτω κάτι άλλο χωρίς να δημιουργήσω πρόβλημα
      I can’t afford (to take time) for a vacation this year.
    Δε διαθέτω χρόνο για διακοπές φέτος.