afford
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | afford |
γ΄ ενικό ενεστώτα | affords |
αόριστος | afforded |
παθητική μετοχή | afforded |
ενεργητική μετοχή | affording |
Ρήμα
[επεξεργασία]afford (en)
- έχω τη δυνατότητα να, διαθέτω χρήματα, έχω αρκετά χρήματα για να μπορώ να αγοράσω ή να κάνω κάτι
- ↪ I can’t afford a car.
- Δεν έχω τη δυνατότητα να πάρω αυτοκίνητο.
- ↪ I can’t afford a new car.
- Δε διαθέτω χρήματα για καινούριο αυτοκίνητο.
- ↪ I can’t afford a car.
- διαθέτω κάτι άλλο χωρίς να δημιουργήσω πρόβλημα
- ↪ I can’t afford (to take time) for a vacation this year.
- Δε διαθέτω χρόνο για διακοπές φέτος.
- ↪ I can’t afford (to take time) for a vacation this year.
Πηγές
[επεξεργασία]- afford - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 219, 251-252. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαθέτω, δυνατότητα