affriqué
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | affriqué | affriqués |
θηλυκό | affriquée | affriquées |
affriqué (fr)