προστριβόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προστριβόμενος < αρχαία ελληνική προστρίβω, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Affikata
Μετοχή[επεξεργασία]
προστριβόμενος, -η, -ο
- (φωνητική) (φθόγγος) που αποτελείται από ένα κλειστό και ένα εξακολουθητικό τμήμα
- οι φθόγγοι [ts], [tʃ], [dz] είναι προστριβόμενοι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φωνητική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)