age-old

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

age-old < age + old

Επίθετο[επεξεργασία]

age-old (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μακροχρόνιος, που υπάρχει εδώ και πολύ καιρό
    age-old customs/traditions - μακροχρόνια έθιμα/παράδοση

Πηγές[επεξεργασία]