age-old
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
age-old (en) (χωρίς παραθετικά)
- μακροχρόνιος, που υπάρχει εδώ και πολύ καιρό
- ↪ age-old customs/traditions - μακροχρόνια έθιμα/παράδοση
Πηγές[επεξεργασία]
- age-old - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 520. ISBN 9780194325684., λήμμα: μακροχρόνιος