age
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
age (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
age (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
age | ages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
age (fr) αρσενικό
- μεγάλο ξύλινο εξάρτημα αρότρου πάνω στο οποίο στηρίζεται το υνί και τα άλλα εξαρτήματα που έχει το αλέτρι