age

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: âge, âgé

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

age (en)

  1. εποχή (συχνά με κεφαλαίο αρχικό)
  2. ηλικία

Ρήμα[επεξεργασία]

age (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
age ages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

age (fr) αρσενικό

  • μεγάλο ξύλινο εξάρτημα αρότρου πάνω στο οποίο στηρίζεται το υνί και τα άλλα εξαρτήματα που έχει το αλέτρι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]