agevole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
agevole agevoli

agevole (it)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]