agit-prop
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- agit-prop < (άμεσο δάνειο) ρωσική agitprop agit(ation) + prop(agande)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]agit-prop (fr) θηλυκό άκλιτο
agit-prop (fr) θηλυκό άκλιτο