agrarien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agrarien | agrariens |
θηλυκό | agrarienne | agrariennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
agrarien (fr)
- σχετικός με αγρονομικό νόμο