agressif
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agressif | agressifs |
θηλυκό | agressive | agressives |
agressif (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη agresser