air host
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
air host | air hosts |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
air host (en) αρσενικό (θηλυκό air hostess)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- air steward (Μαλαισία, Σιγκαπούρη)
- flight attendant (ΗΠΑ)