Μετάβαση στο περιεχόμενο

airline

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: airliner

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
airline < air + line (μαρτυρείται από το 1844)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
airline airlines

airline (en)

  • (αεροπορικός όρος) η αεροπορική εταιρία, η αερογραμμή
      Several of the airline's planes are temporarily out of commission and undergoing safety checks.
    Πολλά από τα αεροπλάνα της αεροπορικής εταιρείας είναι προσωρινά εκτός λειτουργίας και υποβάλλονται σε έλεγχο ασφαλείας.
      Greek/international airlines - Ελληνικές/διεθνείς αερογραμμές

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. airline, στο λεξικό Merriam-Webster