airline
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
airline | airlines |
airline (en)
- (αεροπορικός όρος) η αεροπορική εταιρία, η αερογραμμή
- ⮡ Several of the airline's planes are temporarily out of commission and undergoing safety checks.
- Πολλά από τα αεροπλάνα της αεροπορικής εταιρείας είναι προσωρινά εκτός λειτουργίας και υποβάλλονται σε έλεγχο ασφαλείας.
- ⮡ Greek/international airlines - Ελληνικές/διεθνείς αερογραμμές
- ⮡ Several of the airline's planes are temporarily out of commission and undergoing safety checks.