Μετάβαση στο περιεχόμενο

aisance

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aisance aisances

aisance (fr) θηλυκό