ευχέρεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευχέρεια < (ελληνιστική κοινή) εὐχέρεια < εὐχερής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευχέρεια θηλυκό
- η ικανότητα σε έναν τομέα, η ευκολία / άνεση που έχει κάποιος σε έναν τομέα ή στην εκτέλεση ενός έργου
- αυτό το παιδί έχει ευχέρεια λόγου
- οικονομική ευχέρεια