alarm clock
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alarm clock | alarm clocks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]alarm clock (en)
- το ξυπνητήρι
ενικός | πληθυντικός |
alarm clock | alarm clocks |
alarm clock (en)