allowance
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
allowance | allowances |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]allowance (en)
- το επίδομα, οικονομική ενίσχυση
- το επιτρεπόμενο όριο, η ποσότητα του κάτι που επιτρέπεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- (ειδικά αμερικανική σημασία) το χαρτζιλίκι, μικροποσό χρημάτων που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους
He helps out his dad and gets his allowance.
- Βοηθάει τον πατέρα του και βγάζει το χαρτζιλίκι του.
- ≈ συνώνυμα: pocket money (ειδικά βρετανική σημασία)