allowance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
allowance | allowances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
allowance (en)
- επίδομα, οικονομική ενίσχυση
- χαρτζιλίκι