Μετάβαση στο περιεχόμενο

altar

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Altar
      ενικός         πληθυντικός  
altar altars

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

altar (en)



ενικός πληθυντικός
altar altares

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

altar (es) αρσενικό



ενικός πληθυντικός
altar altares

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

altar (pt) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

altar (ro)