although
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
although (en)
- αν και, παρόλο, μολονότι, χρησιμοποιείται για την εισαγωγή μιας πρότασης όπου η πρόταση φαίνεται εκπληκτική
- ↪ Although he had children, he was left alone in the end.
- Αν και είχε παιδιά, έμεινε στο τέλος μόνος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο even though
- ↪ Although he had children, he was left alone in the end.