altogether

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ɔːltəˈɡɛðə/

Επίρρημα[επεξεργασία]

altogether (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. εντελώς, ολοκληρωτικά
    That is another matter altogether.
    Αυτό είναι εντελώς άλλο θέμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
  2. συνολικά, έχοντας εξετάσει όλες τις παραμέτρους ενός θέματος
    There were ten people altogether.
    Συνολικά υπήρχαν δέκα άνθρωποι.
     συνώνυμα:  all in all και in all

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]