altogether
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ɔːltəˈɡɛðə/
Επίρρημα[επεξεργασία]
altogether (en) (χωρίς παραθετικά)
- εντελώς, ολοκληρωτικά
- ↪ That is another matter altogether.
- Αυτό είναι εντελώς άλλο θέμα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ That is another matter altogether.
- συνολικά, έχοντας εξετάσει όλες τις παραμέτρους ενός θέματος
- ↪ There were ten people altogether.
- Συνολικά υπήρχαν δέκα άνθρωποι.
- ≈ συνώνυμα: all in all και in all
- ↪ There were ten people altogether.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- in the altogether: γυμνός (χωρίς ρούχα), τσίτσιδος