altogether
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ɔːltəˈɡɛðə/
Επίρρημα[επεξεργασία]
altogether (en)
- εντελώς, ολοκληρωτικά
- ≈ συνώνυμα: wholly, completely
- συνολικά, έχοντας εξετάσει όλες τις παραμέτρους ενός θέματος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- in the altogether: γυμνός (χωρίς ρούχα), τσίτσιδος