Μετάβαση στο περιεχόμενο

amaso

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
amaso < amas + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική amasoamasoj
αιτιατική amasonamasojn

amaso (eo)

vi trovas amason de informoj en tiu libro, βρίσκετε πλήθος πληροφοριών σ' αυτό το βιβλίο