Μετάβαση στο περιεχόμενο

ambre

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ambré
      ενικός         πληθυντικός  
ambre ambres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ambre (fr) αρσενικό

  1. το άμβαρο
  2. το κεχριμπάρι

Συγγενικά

[επεξεργασία]