ambulant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ambulant | ambulants |
θηλυκό | ambulante | ambulantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]ambulant (fr)
- περιφερόμενος (για την άσκηση του επαγγέλματός του), πλανόδιος, περιοδεύων