amiko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amiko | amikoj |
αιτιατική | amikon | amikojn |
amiko (eo)
- ο φίλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amiko | amikoj |
αιτιατική | amikon | amikojn |
amiko (eo)