amine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- amine < ammonia < λατινική ammoniacus < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
(jmn:Amun))
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]amine (en)