amok
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
amok (en)
- σχεδόν πάντα στη φράση run amok: είμαι εκτός ελέγχου, ενεργώ με βία και μανιωδώς
- soccer fans ran amok in the streets after their team's victory
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amok | amoks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amok (fr) αρσενικό