amp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

amp (en)

  1. (προφορικό) το αμπέρ (συντομογραφία της λέξης ampere)
  2. (προφορικό) ο ενισχυτής (σύντμηση της λέξης amplifier)
    → δείτε τις λέξεις pre-amp και power amp

Ρήμα[επεξεργασία]

amp (en)