amp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]amp (en)
- (προφορικό) το αμπέρ (συντομογραφία της λέξης ampere)
- (προφορικό) ο ενισχυτής (σύντμηση της λέξης amplifier)
Ρήμα
[επεξεργασία]amp (en)