amplifier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amplifier (en) (συνεπτυγμένη μορφή: amp)
- (τεχνολογία) ο ενισχυτής
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃.pli.fje/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
amplifier (fr)