amputo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amputo | amputoj |
αιτιατική | amputon | amputojn |
amputo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amputo | amputoj |
αιτιατική | amputon | amputojn |
amputo (eo)