Μετάβαση στο περιεχόμενο

amusement

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amusement (en)

  1. διασκέδαση, ψυχαγωγία
  2. το να βρίσκω-θεωρώ κάτι αστείο ή γελοίο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
amusement amusements

amusement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη amuser