anchorage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Anchorage

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

anchorage < anchor + -age

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈæŋkəɹɪdʒ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
anchorage anchorages

anchorage (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]